- ἐπαντέλλω
- ἐπαντέλλω1 rise up dawn met. ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι (i. e. that is coming) O. 8.28
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
επαντέλλω — ἐπαντέλλω (Α) ποιητ. τ. αντί επανατέλλω … Dictionary of Greek
επανατέλλω — (AM ἐπανατέλλω και Α ποιητ. τ. ἐπαντέλλω) νεοελλ. επανεμφανίζομαι, ξαναφαίνομαι μσν. κάνω κάτι να ανατείλει, να εκδηλωθεί ξανά αρχ. 1. υψώνω, σηκώνω («ἀπὸ κλιμάκων ποδὸς ἴχνος ἐπαντέλλων», Ευρ.) 2. φυτρώνω 3. (αμτβ.) εγείρομαι, σηκώνομαι («εὐνής… … Dictionary of Greek